αγύναικος

αγύναικος
ο (Α ἀγύναικος)
1. αυτός που δεν έχει γυναίκα, σύζυγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + γυναίκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγύναικος — ο αυτός που δεν έχει γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγυνος — ἄγυνος, ο (Α) ο αγύναικος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυνή] …   Dictionary of Greek

  • αγυναίκιστος — ο [γυναικίζω] ο αγύναικος* …   Dictionary of Greek

  • αγύναιξ — ἀγύναιξ ( αικος), ο (Α) ο αγύναικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυνή] …   Dictionary of Greek

  • αγύναιος — ἀγύναιος, ο (Α) ο αγύναικος* …   Dictionary of Greek

  • αγύνης — ἀγύνης, ο (Α) [γυνή] ο αγύναικος* …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”